- ὀλβιοδώτης
- ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ,A bestower of bliss, Orph.H.34.2 :—fem. [suff] ὀλβιο-δῶτις, ιδος, ib.40.2, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολβιοδώτης — ὀλβιοδώτης, ὁ, θηλ. ὀλβιοδῶτις (Α) αυτός που δίνει ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ωραιο δώτης] … Dictionary of Greek
ὀλβιοδῶτα — ὀλβιοδώτης bestower of bliss masc voc sg ὀλβιοδώτης bestower of bliss masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιοδώτην — ὀλβιοδώτης bestower of bliss masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιοδώτα — ὀλβιοδώτᾱ , ὀλβιοδώτης bestower of bliss masc nom/voc/acc dual ὀλβιοδώτᾱ , ὀλβιοδώτης bestower of bliss masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)